Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2015

Νυχτερινός τρύγος

Καστελλιανά, 26 Αυγούστου 2015.
Κατά τις 10 το βράδυ, μαζευτήκαμε σε φιλικό σπίτι για να γιορτάσουμε την επιτυχία της Στέλλας στις πανελλήνιες εξετάσεις και την εισαγωγή της στα ΑΕΙ. Η παρέα είχε κέφια.
 Οι νεαροί έπαιζαν μαντολίνο και λέγανε μαντινάδες και οι μεγαλύτεροι ψήνανε και… όλοι μαζί πίναμε. 



 Απ' την παρέα έλειπε ο Ιάκωβος με τη Μαρία. Δεν ήρθαν γιατί το πρωί έπρεπε να πάνε να τρυγήσουν τα κρασοστάφυλα. Τους πήραμε σχεδόν όλοι τηλ. τους είπαμε ότι το πρωί θα πηγαίναμε κι εμείς να τους βοηθήσουμε αλλά τελικά… “μας πούλησαν”. Εμείς συνεχίσαμε και χωρίς αυτούς. Ευτυχώς τους εκπροσώπησε ο γιός τους ο Μιχάλης. 


Στις 01:30 π.μ. ήρθε η φαεινή ιδέα από το Γιάννη Μ. 
-Ρε ‘σεις πάμε τώρα να τρυγήσουμε το αμπέλι του Ιάκωβου;
Όλοι μαζί με μιά φωνή είπαμε ΠΑΜΕ!!!
Μαζέψαμε κλούβες από αυλές σπιτιών και καρότσες αυτοκινήτων και ώρα 02:00 ξημρώματα Αγίου Φανουρίου, όλη η παρέα (12 άτομα) βρεθήκαμε με τρία αυτοκίνητα στο αμπέλι του Ιάκωβου. Μαζί μας κι ο Μιχάλης ο γιός του. 
Βάλαμε τα αυτοκίνητα με αναμμένα φώτα ανάμεσα στα καρίκια, και αρχίσαμε να τρυγάμε. Μέχρι τις 04:00, είχαμε τρυγήσει πάνω από το μισό αμπέλι, κόψαμε 27 κλούβες σταφύλια. Αυτές είχαμε αυτές γεμίσαμε. Φορτώσαμε τις κλούβες με τα σταφύλια στο φορτηγό του Γιάννη και πήγαμε στο χωριό. 




Κατά τη διάρκεια του τρύγου, υπήρξαν και μικροτραυματισμοί, αφού μέσα στη νύχτα κάποιοι-ες, έκοψαν δάκτυλα αντί για σταφύλια και κάποιοι, κτύπησαν το κεφάλι τους στα μεταλικά υποστηλώματα.

Την άλλη μέρα στον Άγιο Φανούριο σχολιάζανε το γεγονός ότι κλέψανε κλούβες από την αυλή της Αντιγόνης και την καρότσα του αυτοκινήτου του Ευριπίδη. Αυτοί οι δύο τουλάχιστον μέχρι εκείνη την ώρα, είχαν παρατηρήσει ότι τους είχαν κλέψει κλούβες.

Ο έχων τη φαεινή ιδέα Γιάννης Μ, πήγε πρωί-πρωί με τη μηχανή του, στο αμπέλι του Ιάκωβου για να τον “βοηθήσει”. 

Ο Ιάκωβος κτυπιότανε, δεν μπορούσε να πιστέψει ότι του συνέβει τέτοιο πράγμα.
Τέτοιο πράγμα βέβαια, δεν έχει ξαναγίνει ποτέ στην περιοχή μας. 
Να τρυγάνε αμπέλι νυχτιάτικα για να κλέψουν τα σταφύλια... 
Πήρε λοιπόν τηλ. την αστυνομία η οποία δήλωσε αναρμόδια και τον παρέπεμψε στο δασαρχείο. Πήρε κι εκεί και του είπαν ότι θα πάνε για εκτίμιση.

Πήρε κι εμένα τηλ. να με ρωτήσει τι να κάνει.
-Καλά ρε πλάκα μου κάνεις; πως είναι δυνατόν να σου κόψουνε τα σταφύλια μέσα στη νύχτα. Και εξάλλου εσύ δεν μου είπες ότι το βράδυ θα ήσουν εκεί;
-Ναι ρε μέχρι τις 10:30 ήμουν εκεί, γι αυτό δεν ήρθα και στην παρέα.
-Και καλά πως έγινε αυτό.
-Βάλανε οι γαμ… τα αυτοκίνητα μεσα στ’ αμπέλι. Πρέπει να ήτανε 2 ή 3 αυτοκίνητα… 
-Άσε ρε Ιάκωβε την πλάκα, θα μας τρελάνεις; 
-Όχι ρε δε σου κάνω πλάκα… πάνω από τα μισά σταφύλια μου έχουν κόψει, έλα να δεις.
-Έλα Παναγία μου, και συ ρε αθεόφοβε του είπα, σήμερα μέρα του αγίου Φανουρίου βρήκες να πας για τρύγο; Τάξε τα στον άγιο μήπως σου τα φανερώσει...
-Άσε ρε γαμώ, το είχα ξεχάσει ότι είναι σήμερα του αγίου Φανουρίου, αλλιώς δε θα 'ρχόμουνα για τρύγο, αλλά ήδη η Μαρία τα έταξε... για να δούμε..!

Ο Γιάννης Μ. που ήταν εκεί και άκουγε τον Ιάκωβο κόντευε να σκάσει που δεν μπορούσε να γελάσει. Διπλωμένος στα δυο κάτω από μια κουρμούλα... συγκρατούσε το γέλιο του.
Προσπαθούσε βέβαια να παρηγορίσει και το φίλο του… 
-Άντε σου αφήσανε μερικά μόνο σώπα! 

Κάθ' ένας που ήταν στ' αμπέλι, έφτιαχνε το δικό του σενάριο για τον τρόπο που έδρασαν οι "κλέφτες". Ο Γιάννης δεν άντεχε άλλο αυτό το σκηνικό και κάποια στιγμή έφυγε με τη δικαιολογία ότι είχε δουλειά. Όταν έφτασε στο χωριό, πήγε και ξεφόρτωσε τα σταφύλια που ήταν πάνω στο φορτηγό του, στην αυλή του Ιάκωβου. 

Η συνέχεια στο αμπέλι, με τον Ιάκωβο να προσπαθεί να αναλύσει τα ίχνη των ελαστικών των αυτοκινήτων και τις πατημασιές μας.
Κάποια στιγμή εμφανίστηκε εκεί ένα άγνωστο αγροτικό φορτηγάκι και έκανε αναστροφή σε χέρσο χωράφι απέναντι από τ' αμπέλι. Ο Ιάκωβος μόλις το είδε παρατήρησε τα λάστιχα του αυτοκινήτου, υπέθεσε ότι ήταν ένα από τα αυτοκίνητα που ήταν στο αμπέλι του τη νύχτα και ότι πήγε για να αποτελειώσει τη δουλειά, αλλά επειδή τους είδε έκανε αναστροφή. 
Έτρεξε λοπόν να τον κυνηγήσει… 
Τότε του φώναξε ο γιός του ο Μιχάλης.
-Στάσου μπαμπά να σου πω! Δεν τα ‘κοψε αυτός τα σταφύλια μόνο σταμάτα. Εμείς ήρθαμε το βράδυ με τους άλλους και τα κόψαμε.
-Ποιοί ρε;
-Όλοι που είμασταν παρέα χθες βράδυ.
Το γέλιο πήγε σύννεφο!!!
-Ρε κ..λόπαιδα, τι μου κάνατε ρε γαμ..
Ο Ιάκωβος δεν μπορούσε να το πιστέψει μέχρι που πήγε στο χωριό και είδε τα σταφύλια στην αυλή του.

Αυτό φίλε έγινε για να μάθεις να μην πουλάς άλλη φορά την παρέα και τους φίλους. Εμείς είπαμε ότι θα σε βοηθήσουμε και το κάναμε.
Καλά κρασιά λοιπόν και του χρόνου να είμαστε καλά να το ξανατρυγήσουμε... Αλλά μέρα όχι νύχτα.



Πέμπτη 9 Απριλίου 2015

ΤΑ ΠΑΘΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
 "Μοιρολόι της Παναγίας"

Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα,
Σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται.
Σήμερα έβαλαν βουλή οι άνομοι Εβραίοι,
οι άνομοι και τα σκυλιά κι οι τρισκαταραμένοι.
για να σταυρώσουν τον Χριστό, των πάντων βασιλέα.
Ο Κύριος ηθέλησε να μπει σε περιβόλι
να λάβει δείπνο μυστικό για να τον λάβουν όλοι.

Κι' η Παναγιά η δέσποινα καθόταν μοναχή της
τας προσευχας τις έκανε για το μονογενή της.
Φωνή της ήλθε εξ ουρανού κι απ’ αρχαγγέλου στόμα.
-Σώνουν κυρά μου οι προσευχές σώνουν και οι μετάνοιες
και τον υιό σου πιάσανε και σαν φονιά τον πάνε
και στου Πιλάτου την αυλή εκεί τον τυρανάνε.
Χαρκιά, χαρκιά φτιάξε καρφιά φτιάξε τρία περόνια
κι εκείνος ο παράνομος βαρά και φτιάχνει πέντε.

‘Συ Φαραέ που τα 'φτιαξες εσύ να μας διδάξεις.
-Βάλτε τα δυό στα χέρια του και τ’ άλλα δυό στα πόδια
το πέμπτο το φαρμακερό, βάλτε το στα πλευρά του
να στάξει αίμα και νερό να λιγωθεί η καρδιά του.


Η Παναγιά σαν τ’ άκουσε έπεσε και λιγώθει
σταμνιά νερό της ρίξανε, τρία κανάτια μόσχο
και τρία μυροδόσταμνα για να ‘ρθει ο λογισμός της. 
Μα σαν της ήρθε ο λογισμός, μα σαν της ήρθε ο νους της
ζητά μαχαίρι να σφαγεί, φωτιά να πα να πέσει, 
ζητά γκρεμό να γκρεμιστεί για το Μονογενή της.
-Λάβε κυρά μου υπομονή λάβε κυρά μου ανέση.
-Και πως να λάβω υπομονή και πως να λάβω ανέση
απου ‘χω γιό μονογενή και κείνο σταυρωμένο.


-Όσοι αγαπάτε το Χριστό κι όσοι τον προσκυνάτε
ακολουθήστε με γοργά, να πάμε να τον βρούμε. 
Η Μάρθα κι η Μαγδαληνή  και του Λαζάρου η μάνα 
και του Ιακώβου η αδερφή κι οι τέσσερες αντάμα, 
Πήραν το δρόμο το στρατί, στρατί το μονοπάτι.
Το μονοπάτι τσ’ έβγαλε μεσ' στου ληστή την πόρτα.
Άνοιξε πόρτα του ληστή και πόρτα του Πιλάτου
κι η πόρτα από το φόβο της άνοιξε μοναχή της. 
Τηρά δεξιά, τηρά ζερβά, κανέναν δε γνωρίζει.
Τηρά και δεξιότερα βλέπει τον Άι Γιάννη
-Άγιε μου Γιάννη Πρόδρομε και βαπτιστή του γιου μου
μην είδες τον υιόκα μου και σένα δάσκαλό σου;
-Δεν έχω στόμα να σου πω γλώσσα να σου μιλήσω,
δεν έχω χειροπάλαμο, για να σού τονε δείξω.
Βλέπεις εκείνον τον γυμνό, τον καταφρονεμένο,
απού φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο,
κι απού φορεί στην κεφαλή αγκάθινο στεφάνι;
Εκείνος είναι ο γυιόκας σου και μένα ο δάσκαλός μου.


Κι η Παναγιά πλησίασε γλυκά τον ερωτούσε
Για δεν μιλάς παιδάκι μου; για δε μου μιλάς παιδί μου;
Τι να σου πώ μανούλα μου, που διάφορο δεν έχεις
Σύρε μάνα στο σπίτι μσς, κάμε την προσευχή σου
βάλε κρασί στο μαστραπά κι αφράτο παξιμάδι
και δώσε την παρηγοριά, για να την λάβουν κι άλλοι.


Μόνο το Μέγα Σάββατο κοντά στο μεσονύχτι
που θα λαλήσει ο πετεινός, και σημάνουν οι καμπάνες
τότε και συ μανούλα μου, θα ‘χεις χαρά μεγάλη!
Σημαίνει ο θεός σημαίνει η γη, σημαίνουν τα επουράνια 
σημάνει κι η Αγιά Σοφιά με τσι πολλές καμπάνες.
Όποιος τ’ ακούσει σώζεται κι όποιος το λέει αγιάζει
κι όποιος το καλοαφουγκραστεί Παράδεισο θα λάβει.
Παράδεισο και λίβανο από τον Άγιο Τάφο.


Και εις έτη πολλά!

Σάββατο 4 Απριλίου 2015

Κάλαντα του Λαζάρου


Σήμερον έρχεται ο Χριστός 
ο επουράνιος Θεός.
Εν τη πόλει Βηθανία,
Μάρθα κλαίει κι η Μαρία
Λάζαρον τον αδερφό τους
τον γλυκύ τον καρδιακό τους.
Τρεις ημέρες τον θρηνούσαν
και τον εμοιρολογούσαν.
Την ημέρα την τετάρτη
κίνησε ο Χριστός για να' ρθει.
Και βγήκε κι η Μαρία 
έξω από τη Βηθανία.
Σκύβει εμπρός γονατιστή 
και τους πόδας του φιλεί.
-Αν εδώ ήσουν Χριστέ μου,
δεν θα πέθαινε ο αδερφός μου.
Μα και τώρα εγώ πιστεύω
και καλότατα ηξεύρω.
Ότι δύνασαι αν θέλεις
και νεκρούς να ανασταίνεις.
-Λέγει, πίστευε, Μαρία
άγωμεν εις τα μνημεία.
Τότε κι ο Χριστός δακρύζει
και τον Άδη φοβερίζει:
Άδη, Τάρταρε και Χάρο
το Λάζαρο 'ρθα να σου πάρω
Δεύρο έξω Λάζαρε μου,
Φίλε και αγαπητέ μου
Παρευθύς από τον άδη
Ως εξαίσιο σημάδι.
Λάζαρος απελυτρώθη,
Ανεστήθη και σηκώθη.
ζωντανός σαβανωμένος
Και με το κερί ζωσμένος
Εκεί η Μάρθα και η Μαρία
μαζί κι όλη η Βηθανία.
Μαθητές και Αποστόλοι
τότε ευρεθήκαν όλοι
Δόξα το Θεώ φωνάζουν
και το Λάζαρο εξετάζουν
-Λάζαρε πες μας τι είδες
εις τον άδη απού πήγες;
-Είδα φόβους, είδα τρόμους
είδα βάσανα και πόνους.
Δώστε μου λίγο νεράκι
να ξεπλύνω το φαρμάκι
Της καρδίας, των χειλέων
και μη με ρωτάτε πλέον.
Του χρόνου πάλι θε να ρθούμε
με υγεία να σας βρούμε,
Στον οίκο σας χαρούμενοι
τον Λάζαρο να πούμε.